продуктивный - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

продуктивный - translation to Αγγλικά


продуктивный      
adj.
productive, product; продуктивное множество, productive set
продуктивен      

см. тж. полезен


• It was indicated that extensive investigations into ... would be highly profitable.

productive interval      

нефтегазовая промышленность

продуктивный интервал

продуктивный горизонт

Ορισμός

продуктивный
1. прил.
1) Создающий ценности, приносящий результаты; производительный, плодотворный.
2) Дающий, приносящий продукт, продукты.
2. прил.
Функционирующий в настоящее время, способный участвовать в образовании новых слов (в лингвистике).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για продуктивный
1. Алексей СЛАПОВСКИЙ - писатель продуктивный и востребованный.
2. Возможен продуктивный диалог с людьми старшего поколения.
3. Продуктивный день для занятий эстетикой и спортом.
4. Весьма "продуктивный" вывод из опыта предшественника.
5. 6 ФЕВРАЛЯ / ВТОРНИК Сегодня - весьма продуктивный день.
Μετάφραση του &#39продуктивный&#39 σε Αγγλικά